Dictionary of Greek. 2013.
χαλκίτης — και χαλκείτης, ου, ὁ, Α 1. ορυκτή στυπτηρία 2. (στον τ. χαλκείτης) χαλκεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek